aquietar - ορισμός. Τι είναι το aquietar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι aquietar - ορισμός


aquietar      
verbo trans.
Sosegar, apaciguar. Se utiliza también como pronominal
aquietar      
aquietar
1 tr. Poner tranquilo o quieto algo o a alguien que estaba intranquilo, agitado o excitado: "Aquietar los ánimos". Apaciguar, *calmar, tranquilizar. prnl. Ponerse tranquilo o quieto. Aquedar.
2 tr. y prnl. *Aliviar[se]: "Aquietar el dolor". Aquedar.
aquietar      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aquietar
1. Y los funcionarios responden que por eso les proponen aquietar los precios.
2. Todo para aquietar las aguas.La demanda aumenta conforme se profundiza la crisis financiera mundial.
3. Los tocadores, aquellos que intentan aquietar el alocado ritmo no son muy tenidos en cuenta.
4. Donayre ofreció disculpas públicamente el domingo, pero, lejos de aquietar las aguas, las volvió a agitar con su justificación.
5. En Avellaneda quieren disipar cuanto antes el ambiente caldeado que se vivió en los últimos días, buscan aquietar las aguas...
Τι είναι aquietar - ορισμός